Στην Αλβανία στο ύψωμα Πουντανόρι απέναντι από την Τρεμπεσίνα που βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, ένα βράδυ σχετικής ησυχίας έστειλε ο λοχαγός μου ένα λοχία και μ’ εκάλεσε στ’ αμπρί του. Με ρώτησε αν πραγματικά είμαι Καραγκιοζοπαίκτης όπως έμαθε. Του είπα ναι. Μου είπε πως επειδή κανείς δεν ξέρει αν θα ξημερωθούμε ζωντανοί θα ήταν καλά να έπαιζα μια κωμωδία του Καραγκιόζη. Δέχτηκα και του αράδιασα τους τίτλους μερικών έργων. Ο λοχαγός διάλεξε τον Καραγκιόζη Προφήτη. Έπαιξα χωρίς φιγούρες, χωρίς σκηνή, καθισμένος σε μια πέτρα. Ψειριασμένος σε ψειριασμένους. Γέμισε το αμπρί με αξιωματικούς. Οι οπλίτες κάθονταν απ’ έξω. Η φωνή μου αντηχούσε στην χαράδρα. Έπαιζα σαν σε κανονική παράσταση κι οι θεατές μου είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Το έργο κράτησε περίπου 40 λεπτά οπόταν σηκώθηκε ο λοχαγός, ήρθε κοντά μου, με χάιδεψε στο κεφάλι και μου πε: - Να ζήσεις παιδί μου που μας χάρισες μια βραδιά αλησμόνητη. Μου έδωσε λίγα τσιγάρα και με ρώτησε αν είχα ψωμί.(Ψωμί δεν είχαμε ποτέ). Διάταξε να μου δώσουν μισή κουραμάνα από τη δική του. Μετά 3 ώρες άρχισε το ιταλικό πυροβολικό. Είχαμε βαριές απώλειες. Την Τρίτη βραδιά μετά την παράσταση ο λοχαγός σκοτώθηκε από όλμο.
Δημήτρης Μεϊμάρογλου
Επιθεώρηση Τέχνης τ.129 Οκτώβριος 1965
Επιθεώρηση Τέχνης τ.129 Οκτώβριος 1965
Τι να σου πω ρε Μήτσο, φασκέλωσ’ την αυτή την τέχνη μας… άτιμη τέχνη, έχει πολλά βάσανα… ξέρεις τι μαρτύρια έχει; Δεν τα φαντάζεσαι, γιατί εισ’ άγουρος ακόμα. Ας είναι όμως, έχει και τις χαρές της. Πώς να σου πω, δεν μπορώ να σου παραστήσω, είναι τέχνη μ’ ιδιοτροπίες, με νεύρα, με τσακίσματα… Μα σε ικανοποιεί… Καταλαβαίνεις μέσα σου πως κάνεις ένα πράμα που δεν μπορεί άλλος να το κάμει… γίνεσαι περήφανος με τον εαυτό σου. Οι άλλοι σε κοιτάζουν, σε πειράζουνε, σε κοροϊδεύουνε, μα σε ζηλεύουνε το περισσότερο! Εσύ λες με τον εαυτό σου: «Μάλιστα, ρε άτιμοι, είμαι καραγκιοζοπαίκτης – και γι’ αυτό με ζηλεύετε, γιατί είμ’ ανώτερος σας!» Απ’ όξω πρέπει να φυλάς το σοβαρό σου, να ‘σαι αξιόπρεπος, πως το λένε, να μη σου παίρνει ο άλλος τον αγέρα. Ο άλλος είναι γιατρός, είναι δικηγόρος, μπακάλης, καφετζής- έχει τη θέση του που λένε. Λοιπόν κι εσύ πρέπει να φυλάς τη δική σου! Δε σου τη δίνει η κοινωνία, την παίρνεις μοναχός σου! Την έχεις μέσα σου.
Γιάννης Βλαχογιάννης
Της Τέχνης τα Φαρμάκια
Της Τέχνης τα Φαρμάκια
Στην Κατοχή είχε το θέατρο του στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κοντά στις φυλακές Αβέρωφ, που ‘ταν γεμάτες πατριώτες. Οι φωνές τους από τα βασανιστήρια, ανακατεμένες με τους ήχους μιας δυνατής μουσικής και ενός μοτέρ μοτοσυκλέτας, έφταναν μέχρι τα’ αυτιά μας μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Μέναμε καθιστοί στα κρεβάτια μας με σφιγμένες γροθιές όσο κράταγε το μαρτύριο αυτών των ανθρώπων. Μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε καθαρά αν ήταν άντρας ή γυναίκα γιατί όλοι αυτοί οι ήχοι , που αποτελούσαν ένα σύνολο, όσο ξεμάκραιναν χωρίζονταν κι ακούγαμε, εκεί που βρισκόμαστε εμείς, τον καθένα μόνο του. Αυτά τα ουρλιαχτά του πόνου δε στάθηκαν ικανά να κάνουν τον πατέρα μου να τρομοκρατηθεί. Εξακολούθησε να παίζει πατριωτικά έργα όπως και πριν. Μια βραδιά έπαιζε Κατσαντώνη. Ήταν Κυριακή και το θέατρο είχε γεμίσει. Ο κόσμος, ο πεινασμένος, ο καταπιεσμένος και ταπεινωμένος, ξέσπαγε κάθε τόσο σε ακράτητα χειροκροτήματα. «Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά, πικρής σκλαβιάς σκοτάδι…» μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών περιπολούσε γύρω στις φυλακές. Άκουσε ο επικεφαλής τα χειροκροτήματα και ρώτησε ένα διερμηνέα. Του εξήγησε ότι προέρχονται από τον Καραγκιόζη. Τα πράγματα θα ‘μέναν μέχρι εκεί αν από μια μεριά της Λεωφόρου δε φαινόταν η σκηνή του καραγκιόζη. Είδε τότε ο Ιταλός τους φουστανελοφόρους και αναρίγησε. Κάτι ήξερε απ’ αυτά. Έξαλλος ξεκινάει με το τσούρμο του. Περνάει φουριόζος την πόρτα χωρίς να πει τίποτα – λες κ’ έμπαινε στο τσιφλίκι του – και προχωρεί προς το πάλκο. Τους ακολούθησα με κομμένη την ανάσα. Ήταν εξηντα δύο χρονών τότε ο πατέρας μου και τον βασάνιζε φοβερά το έλκος του στομαχιού του. Σκεφτόμουνα τι είχε τραβήξει και με πιανε τρέλα. Εξαγριωμένος άνοιξε την πόρτα του πάλκου και περάσαμε μαζί μ’ αυτόν οι στρατιώτες του κι εγώ. Ξαφνιάστηκε ο πατέρας μου από το ποδοβολητό, γύρισε λίγο το κεφάλι του προς τα μέσα. Για μια φευγαλέα στιγμή οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Και σα να μη συνέβαινε τίποτα απευθυνόμενος σε μένα, θυμωμένος γιατί τον ενόχλησαν, είπε: «κλείσε την πόρτα». Γύρισε προς τις φιγούρες του κι εξακολούθησε την παράσταση του. Έκλεισα την πόρτα και περίμενα το ξέσπασμα της καταιγίδας. Μα τίποτα. Η παράσταση συνεχιζότανε, ο κόσμος χειροκροτούσε μανιωδώς κι ο Ιταλός είχε μείνει άναυδος. Μια στιγμή που ο πατέρας μου ζήτησε κάτι απ’ τους βοηθούς του κ’ η ματιά του έπεσε ξανά στον Ιταλό, εκείνος τον καθησύχασε με νοήματα και χειρονομίες, σα να του ‘λεγε να μην ενοχλείται από την παρουσία του αλλά να συνεχίσει τη δουλειά του. Όταν έγινε διάλειμμα, ο Ιταλός άπλωσε και τα δυο του χέρια για να τον συγχαρεί, ενώ έλεγε και ξανάλεγε. «Ένας άνθρωπος μόνο». Ύστερα μίλησε μέσω του διερμηνέα. Όταν μπήκε στο πάλκο φαντάστηκε πως θα ‘βρισκε ολόκληρο θίασο πίσω απ’ τον μπερντέ κ’ έμεινε κατάπληκτος σαν είδε πως μόνο ένας άνθρωπος μιλούσε όλες αυτές τις φιγούρες. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν η αλλαγή των φωνών και του ύφους. Ο ίδιος αγαπούσε πολύ τις τέχνες κ’ είχε κάνει πολλές μελέτες γύρω από το θέατρο. Μ’ αυτό το είδος του θεάτρου δεν το ήξερε, ούτε το είχε διανοηθεί. «Είσαι μεγάλος καλλιτέχνης είπε. Κανονικά θα ‘πρεπε να σε συλλάβω. Δεν τολμώ, η τέχνη σου με αιχμαλώτισε. Σε παρακαλώ όμως μη με φέρεις ξανά σε δύσκολη θέση. Δεν πρέπει να παίζεις πατριωτικά έργα, απαγορεύεται». Έσφιξε πάλι με τα δυο του χέρια το χέρι του πατέρα μου, πήρε τους άνδρες του κι έφυγε. Από τότε ερχόταν συχνά. Θυμάμαι άπειρα τέτοια περιστατικά. Που δείχνουν πόσο βαθιά εντύπωση έκανε ο Καραγκιόζης στους ξένους.
Αρετή Γιοβάνου (κόρη του Αντώνη Μόλλα)
Θέατρο τ.10 1969
Θέατρο τ.10 1969